Η ιστορία του Σχίσματος στη Πλεύνα-Πετρούσα Δράμας
Φ. Τριάρχη
Το χωριό Πετρούσα Δράμας λεγόταν παλαιά Πλεύνα, και μ΄ αυτό το όνομα φέρεται στα διάφορα έγγραφα του Μακεδονικού Αγώνος.
Οι κάτοικοι ήταν όλοι Έλληνες στην καρδιά και στο πνεύμα και κανείς ποτέ του δεν σκέφτηκε ότι ήταν δυνατον να μην είναι Έλλην ή ν‘ αλλάξει εθνικότητα.
Κυριαρχούσε όμως ή αγραμματοσύνη με την φτώχεια, οί δίδυμες αδελφές που καταδυναστευαν τοτε τις μεγάλες αγροτικές μάζες της περιοχής Δράμας.
Μαζί με την ελληνική γλώσσα μιλιόταν και ή τουρκική, καθώς και ένα κράμα από ελληνικές, τουρκικές και παραφθαρμένες σλαβικές λέξεις, που χρησίμευε για την συνεννόηση των με τους Σλάβους και Βουλγάρους εργάτες και ποιμένες, που κατέβαιναν προς την Δράμα και δούλευαν σαν σκλάβοι στα χωράφια Τούρκων και Ελλήνων.
Μετα την επανάσταση του 1821 άρχισαν να καταφθάνουν ατο χωριό διάφορες Ελληνικές οικογένειες που ζούσαν άλλοτε σε περιοχές της Μακεδονίας που επαναστάτησαν και καταδιώκονταν από τους Τούρκους.
Έτσι έφθασαν οι οικογένειες των Μαδεμλήδων άπό τα Μαδεμοχώρια της Χαλκιδικής, των Παπαθανάσηδων από τον Όλυμπο, των Βαλαβαναίων από των Ήπειρο και άλλες.
Έν τω μεταξύ τα χρόνια κυλούν.
Πλησιάζουμε στά γεγονότα του Βουλγάρικου σχίσματος (1870).
Οι πρώτοι Βούλγαροι προπαγανδιστές έχουν ξεχυθεί στά χωριά τής Μακεδονίας και κηρύσσουν την από το Πατριαρχείο.
Ή προπαγάνδα καλύπτεται ακόμα κάτω άπω τον μανδύα της θρησκείας.
Τους έλεγαν
Ή σκλαβιά, ή γενική δυστυχία, ή φιλοχρηματία και οι σφαλερές ενέργειες πολλών κληρικών, ήταν καλό λίπασμα για να μεταβάλει σε εύφορο έδαφος την καρδιά των χωρικών και να ριζωθεί ό σπόρος των Βουλγάρων.
Στην Πλεύνα ζουν την εποχή του σχίσματος 200—300 οικογένειες, όλες Ελληνικές.
Γύρω στα, 1870 φθάνει στην Πλεύνα, προερχόμενος από το Ρασλόκ της Βουλγαρίας, ό Τσεγκένέφ ή Τσεγκενέογλου Ντιμίτρι,
Βούλγαρος στην συνείδηση και στην καταγωγή .
Δουλεύει άλλοτε σάν εργάτης και άλλοτε σάν μικροεμπορευόμενος. Καταφέρνει και παντρεύεται την θυγατέρα ενός από τούς πλουσιότερους Έλληνες προεστούς (Τζιορμπατζήδες) της Πλεύνας του Π. Χ. . ανθρώπου ολιγόπιστου, φιλοχρήματου,άλλα με μεγάλη επιρροή.
Ό Τσεγκένέφ μετέβαλε το σπίτι του πενθερού του , σε κέντρο βουλγαρικής προπαγάνδας και τον ίδιο τον πενθερό του σε πειθήνιο όργανο του.
Πονηρός, μέ μυαλό πολυμήχανο και σατανικό, άρχισε μιάν εντατική δραστηριότητα. Μεταχειρίσθηκε κάθε μέσο και κάθε ατιμία.
Μέ το χρήμα πού φαίνεται του έστελναν άπό τήν Πανσλαυϊστική Κίνηση, άρχισε σιγά—σιγά και μεθοδικά να τραβάει κοντά του γνήσιες Ελληνικές οικογένειες.
Γνωστά τα ονόματα των.
Δεν τα αναφέρουμε.
Δεν υπάρχει λόγος ν‘ ανοίξουμε παλιές πληγές.
Ας δικαιολογήσουμε κι‘ άς συγχωρήσουμε την όλιγοπιστία των.
Πρέπει να παραδεχθούμε ότι στην άρχή δέν ήξεραν καλά—καλά τι ήταν αυτο πού τούς γύρευε ό Τσεγκένέφ.
Μετα όταν καταλαβαν είχαν πιά μέ τήν αφέλεια τους παρασυρθεί.
Δεν ήταν εύκολο ν‘ άναπλεύσουν τον ορμητικό ποταμό του Βουλγαρισμού και αφέθηκαν να τούς «πάρει το ποτάμι».
Συγχωρητέα ή πράξη των.
Υπήρξαν όμως ορισμένοι πού μόλις ένοιωσαν τούς πραγματικούς σκοπούς του Τσεγκένέφ, αμέσως άλλαξαν θέση και τον αντιμετώπισαν σαν Ελληνες Χριστιανοί. Δίκαιον να τούς έπαινέσωμε. Ασυγχώρητοι παραμένουν εκείνοι πού άπό φιλοχρηματία και προσωπικά πάθη, ενώ μπορούσαν, δέν άπεμακρύνθησαν άπό τον έχθρα.
Είναι οί προδότες.
Δικαία ή εναντίον των κατακραυγή και στη λίτευσει των.
Ό Τσεγκένέφ μέ πρόφαση ότι άρρωστησε ό πενθερός του και έχει ανάγκη λουτροθεραπείας, τον πήγε στο εσωτερικό της Βουλγαρίας, πιθανόν στή Σόφια.
Τοτε ήταν μεγάλη ή φτώχεια στο χωριό.
Οί κάτοικοι δέν είχαν να πληρώσουντους φόρους στους Τούρκους φοροεισπράκτορες.
Τα κρατητήρια στο καρακόλι ( Αστυνομικός Σταθμός) της Προσωτσάνης και τα κελλιά, στις φυλακές της Δράμας, γέμιζαν από τους χωρικούς της Πλεύνας πού όφειλαν στο Τουρκικό Δημόσιο.
Φρικτά τα οικήματα των φυλακών και μαρτυρική η ζωή, μέσα σ‘ αυτα, των άπλών χωρικών που ήσαν μαθημένοι στον ελεύθερο αέρα του κάμπου.
Στα σπίτια των οι οικογένειες πεινούσαν χωρίς τον προστάτη των.
Τήν στιγμή αυτή της άπογνώσεως και της απελπισίας παρουσιάζονταν στην πόρτα του κελλιου ό Τσεγκενέφ, και έλεγε στον φυλακισμένο χωρικό :
Γράμματα δέν ήξερε ό δυστυχισμένος χωριάτης.
Μια μουτζάλα μέ το δάκτυλο έβαζε στο χαρτί, που του έδινε ό Τσεγκενέφ, και ξαναβρισκε τήν ελευθερία του.
Ό Τσεγκενέφ πλήρωνε το χρέος του χωρικού και γύριζε μαζί μέ το νέο του θύμα στο χωριό.
Ό καημένοςό χωριάτης ήταν γιομάτος ευγνωμοσύνη για τον… «ευεργέτη » του.
„Εφταιγεν άραγε ό χωρικός, αυτος ό αγράμματος και δυστυχισμένος, για τήν άθέλητη“ Θρησκευτική, και εθνική του μετατοπιση ; Βεβαίως όχι.
Ηταν μόνος, έγκαταλελειμένος και αβοήθητος σ‘ ένα πέλαγος σκλαβιάς, φτώχειας και δυστυχίας.
Είναι θαύμα πώς δέν χάθηκεν ό Ελληνισμός μας.
Ετσι απλώθηκε στην Πλεύνα ο βουλγαρισμός εκείνα τα χρόνια.,-
Η εκκλησία της Παναγίας στη Πετρούσα με το καμπαναριό την δεκαετία του 1950. |
Στα 1835 στην Πλεύνα κτίστηκε μεγάλη εκκλησία ελληνική με ελληνικές επιγραφές αγίων και Έλληνα ιερέα.
Ή εκκλησία αυτή βομβαρδίστηκε στα 1913 από τούς Τούρκους. στρατιώτες.
Ακόμα σώζονται οι τοίχοι και αν κάνεις ξύσει τους πολλούς άσβεστες, Θα δει να ξεπροβάλλουν οι ελληνικές εικόνες με τις ελληνικές επιγραφές.
„Ενα υπόμνημα δικό του μέ τα ονόματα των οπαδών του υποβλήθηκε στις τουρκικές αρχές και απαιτούσε τήν παραχώρηση στή βουλγαρική Εξαρχία τής μοναδικής εκκλησίας του χωρίου, που Ελληνες τήν έκτισαν μέ το υστέρημα των, Έλληνας Μητροπολίτης, ό Γερμανός, τήν έγκαινίασε και Ελληνες ιερείς τήν λειτούργησαν
(όπως ό Χρήστος Παπαϊωάννου,
ό Παπαστογιαννης άπό τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας,
ό Παναγιώτης Σεμπάνης και τελευταίος
ό Αθανασιος Παπαστεργίου).
Οι τουρκικές αρχές ενέκριναν τήν παραχώρηση στή βουλγαρική Εξαρχία τής εκκλησίας της Πλεύνας.
Αμέσως έφτασαν άπό τήν Βουλγαρία, οι Βούλγαροι ιερείς παπα Άρσέν και παπα Τριανταφυλλος (Ελληνας εξωμότης) καθώς και ένας ιεροκήρυκας, ό Σφέτκος.
Αυτος επεξηγώντας δήθεν το Ευαγγέλιο έπροπαγάνδιζε νύκτα και ήμερα για τήν Βουλγαρία και διεκήρρυτε ότι όλοι οι κάτοικοι τής Πλεύνας καθώς και όλης τής Μακεδονίας είναι Βούλγαροι, όπως αυτος.
Μέ τήν βία και το χρήμα πέτυχαν να εξαγοράσουν τήν πνευματική ηγεσία του χωρίου.
Τον Ελληνα ιερέα παπα Ιωάννη άπό τήν περιοχή Θεσσαλίας τον μετέβαλαν σε Βούλγαρο ιερέα.
Τον Ελληνα διδάσκαλο Ανδρέα Γκιαούρη καθώς και έναν άλλο Θεσσαλό ονομαζόμενο Αλέξιο τους πήραν δικούς τους διδασκάλους.
Μάλιστα τον Αλέξιο τον έστειλαν αργότερα στην Βουλγαρία όπου τον χειροτονησαν έξαρχικά ίερέα, καθώς και τον Ελληνα ιεροψάλτη Ιωάννη Μπαλτα.
Στην αρχή μια Κυριακή λειτουργούσαν οί Βούλγαροι ιερείς και τήν άλλη Κυριακή οι Έλληνες.
‚Από το 1880 απαγορεύθηκε τελείως ή είσοδος στην εκκλησία των Πατριαρχικών Ελλήνων.
Η εκκλησία του Αγίου ΑΘανασίου Πετρούσας στην σημερινή της κατάσταση(2012) |
Οι Βούλγαροι θέλησαν να τον εξαγοράσουν για να συντρίψουν και τήν στερνή άντίστασι του Ελληνισμού στην Πλεύνα.
Εκείνος, σάν Ελληνας που ήταν, αρνήθηκε μέ περιφρόνηση. Πήρε τα ιερά σκεύη Στα σεπτά του χέρια και πήγε στην άκρη του χωρίου. Έκεί, όπου σήμερα υψώνεται καλλίμορφη ή εκκλησία του Αγίου Αθανασίου.
Άσβυστη έκαι εν έκει ή κανδύλα τής Εθνικής μας Ιδέας.
Ό παπαΘανασης έγινεν ό πνευματικός οδηγητής τους.
Μαζί του οι πρώτοι επίτροποι,
Γεώργιος Βαλαβάνης,
Αγγελος Μαδεμλής,
Χρήστος Παπαστεργίου,
Κων)νος Κότιος,
Παύλιου Παύλος,
Αθανασιος Καλαϊτζής,
Κυριάκος Τσιάντας,
Γεώργιος Σεραφείμ,
Λαζαρίδης κ. λ. π.
διετήρησαν την Ελληνική Κοινότητα. και άρχισαν τον μεγάλον αγώνα.
Εναν αγώνα σκληρόν, άδυσώπητον, άλλα νικηφόρο.
Αρχισε τοτε οξυτάτη διαμάχη και συναγωνισμός αναμεσα στις δυό Κοινότητες.
Παρ‘ όλα όμως αυτα, οι Ελληνες μόνοι και αβοήθητοι πέτυχαν να συντηρούν, μέ τις δικές των συνεισφορές, ξεχωριστο σχολείο μέ Ελληνα διδάσκαλο.
Ένα δωμάτιο ήταν όλο κι όλο το Σχολείο μέσα σ‘ ένα οίκημα όπου συστεγάζονταν και το βουλγαρικό. Οι Έξαρχικοί παίρνοντας τήν εκκλησία πήραν και το σχολείο του χωρίου που βρισκόταν στον αυλόγυρο τ η ς .
Τον Ιούλιο του 1902 φτανει στή Δράμα ό έθνομάρτυς Μητροπολίτης Χρυσόστομος.
Ό Μακεδόνικος αγώνας αρχίζει πλέον να φουντώνει μέ τήν φωτεινή καθοδήγηση εκείνου.
Λίγο, λίγο οί έξαρχικές οικογένειες ξαναγυρίζουν στο Πατριαρχείο.
Ό Ελληνισμός μέρα μέ τήν μέρα κερδίζει έδαφος, παρ‘ όλο που στα γύρω υψώματα κυκλοφορούν ένοπλες ομάδες Κομιτατζήδων με έπί κεφαλής τον Πανίτσα.
Πρωτοδημοσιεύθηκε στο Yauna Takabara στις 3. Οκτωβρίου 2017
https://yaunatakabara.blogspot.com/2010/05/blog-post.html
Δείτε εκεί και τα σχόλια στο κείμενο