Πόσο είναι „ελληνικό“ το …ελληνικό τραγούδι; Μέρος 3ο

Μενέλαος Λουντέμης
Ο συγγραφέας Μενέλαος Λουντέμης

Με τον τίτλο αυτό ο συγγραφέας Μενέλαος Λουντέμης έγραψε το 1977 τρια άρθρα που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα „Τα Νεα“. Μετά το 1ο και το 2ο αναδημοσιεύω σήμερα το 3ο μέρος. Αν ζουσε σήμερα ο Λουντέμης, θα διαπίστωνε, οτι ούτε το ελληνικό τραγούδι αλλά και ούτε η ελληνική κοινωνία είναι πλέον ελληνική, έχουν δηλητηριαστεί από ένα μείγμα προ πάντων ανατολίτικης μουσικής και νοοτροπίας, που βαφτίσθηκε  ελληνική. Το θέμα αυτό είναι λοιπόν τόσο επίκαιρο οσο ποτέ άλλοτε

 

3ο Μέρος

Τό ίδιο έπρεπε νά γίνει καί μέ τή μουσική. Οί συνθέτες μας όμως ήταν πολύ λίγοι καί -τό χειρότερο – ιταλοαναθρεμμένοι. Εξαίρεση αποτελεί ίσως ό Ρήγας και, άργότερα, ο Μάντζαρος που μελοποίησε καί τόν εθνικό μας ύμνο. Το μόνο πού διατηρήθηκε γραπτό ήταν κάποιες μουσικές μεταγραφές παρμένες άπ·’ τό στόμα του λαού άπ τόν Γκλαζούνωφ, τόν Μπιζέ κ.λπ. Αργότερα ό Ενέσκου πέρασε κι αύτός μερικά ελληνικά λαϊκά μοτίβα στίς «Ραψωδίες» του (παρμένα απ τούς Ελληνες πού κατοικούσαν στις παραδουνάβιες πόλεις της Ρουμανίας).

Υπήρχε ή μαγιά

Ευτυχώς, πάντα – στά κρυφά ή στά φανερά – ή ελληνική μουσική μαγιά υπήρχε, κι έμεινε γνήσια κι απείραχτη. Κι έτσι κανένας τούρκικος αμανές καί καμμιά λεβαντίνικη καντάδα δεν κατάφεραν νά τήν νοθέψουν. Η πηγή της πιά τώρα είναι γνωστή. Αρχίζει μέ τά ποντιακά και τά μικρασιάτικα  τραγούδια του Ακριτικού κύκλου, ανταμώνεται με τις κρητικές «κοντυλιές» καί τά κυπριακά δίστιχα καί προχωρεί ν‘ ανταμωθεί μέ τά κλέφτικα καί τά νησιώτικα. Όπως θά παρατηρήσει κανείς όλα τούτα καμμιά (σχέση δεν έχουν με τα τραγούδια της χασίκλας που ακούνε σήμερα οι Έλληνες, ΕΣ).

Άς ακούσουνε τήν φωνή μου. Πρίν βάλουν τό δίσκο στο πίκ – άπ, άς ρίξουν μιά ματιά στο όνομα του συνθέτη καί τού τραγουδιστή. Προπάντων, τού τραγουδιστή. Σημειώστε πώς την περισσότερη καταστροφή τήν κάνει, δυστυχώς, ένας τραγουδιστής πού είναι πολύ άγαπητός: Ο Στέλιος Καζαντζίδης. Αυτός, όντας καλλίφωνος, έχει γίνει (Σ.Σ. άθελά του φυσικά) το μεγαλύτερο «αστέρι» τών λωποδυτών. Τό περίεργο είναι, ότι οταν ο ίδιος τραγουδιστής μπαίνει κάτω άπό τη μπαγκέττα καλών συνθετών, αποδίδει · θαυμάσια τά .ελληνικά τραγούδια, θάλεγα απαράμιλλα. Αναφέρω. ένδεικτικά τό «Πέλαγος είναι βαθύ»,τή «Αραπετσώνα», τό «Μάνα μου καί Παναγιά» καί μερικά ακόμη του Θεοδωράκη.

Στέλιος Καζαντζίδης με 100% ινδικά τραγούδια, που „πουλήθηκαν“ όχι σαν ινδικά, αλλά σαν ελληνικά

Δέν εχω νά παρουσιάσω άλλο σήμα γιά νά σιγουρευτεί κανείς ότι τό τραγούδι πού άκούτε δεν είναι τούρκικο, έκτος άπό τό όνομα τού συνθέτη. Έχουμε καλούς· καί· διαλεχτούς συνθέτες.

Παραθέτω στά πρόχειρα ένα σύντομο κατάλογο: Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Χατζιδάκις, Λοίζος, Λεοντής, Μαρκόπουλος, Κουγιουμτζής, Πλέσσας, Μούτσης κλπ. Δεν θέλω όμως να παραλείψω και τους παλιότερους, που μερικοί τους μάλιστα έχουν γίνει….

Γι’αυτό έχω τη γνώμη, αυτές οι κάθετες βουτιές στο μουσικό αγρό του Βυζαντίου με τα „Εκέκραξα ποτέ“ τα „Κύριε των Δυνάμεων“ και τα „Τη Υπερμάχω“ που μεταμορφώνονται σε „τανγκά“ και τσιφτετέλια και βαθυστέναχτοι κλαυθμηρισμοί πρέπει να σταματήσουν.

Τό Βυζάντιο υπάρχει, και βρίσκεται μεταστοιχειωμέινο στα σημερινά λαϊκά μας μοτίβα. Τό παρελθόν – με τόν τρόπο «που επιχειρούν νά τό αναστησουν αυτοί – δεν ανασταίνεται. Καί δεν άνασταίνεται γιατί άπλούστατα— δέν έχει πεθάνει. Γιατί, αλήθεια, αναζητούν τό Βυζάντιο μεσα στο Βυζάντιο;

Γιατί αναζητούν τό Βυζάντιο μεσ´ στο Βυζάντιο; Τέτοιο Βυζάντιο σήμερα δέν υπάρχει, όπως δεν υπάρχουν ούτε κι οί βυζαντινές φορεσιές, ούτε κι‘ ο βυζαντινός τρόπος ζωής, ούτε συνεπώς κι η Μουσική του.

Αν ή σημερινή Ελλάδα ήταν βυζαντινή δεν θά ήταν Ελλάδα. Τό ότι καταγόμαστε απ’ τούς Αρχαίους δεν θά πει ότι είμαστε αρχαίοι.

Οί νοσταλγοί

θέλω όμως νά είμαι λίγο έπιεικής. Αυτοί οί νοσταλγοί δεν είναι ούτε κακοί Ελληνες ούτε κακοί μουσουργοί. Απεναντίας. Ότι κάνουν τό κάνουν από λαχτάρα νά δείξουν τή «συνέχεια». Ψάχνουν όμως στά τυφλά. Γιατί γραπτές μαρτυρίες γιά τήν κοσμική λαϊκή μουσκή του Βυζαντίου δέν έχουμε όπως δέν έχουμε ούτε καί γιά τήν άρχαία μας μουσική. Τά γραπτά σύμβολα που διασώθηκαν κάτω άπ’ τους στίχους του Πινδάρου καί του Άνακρέοντα δεν διαβάζονται. Ο,τι σώβηκε λοιπόν σώθηκε απ’ τά χείλη μας. Γι‘ αύτό άς βάλουν τ’ άφτί τους. Αυτή είναι ή μόνη σίγουρη πηγή.

Οσον άφορά τούς άλλους, αυτούς πού κλέβουν τήν ανατολίτικη μουσική καί τήν “μεταφυτεύουν στόν τόπο μας, αυτοί δέν έχουν κανένα απολύτως κανένα ελαφρυντικό. Είναι κακοποιοί έκ προθέσεως. Υποκείμενα βλαβερά καί ανεύθυνα που αγοράζουν καί μεταπουλούν τίς νότες αποκεί που αγοράζουν καί μεταπουλούν το χασίσι τους.

Καί όσον μέν αφορά τό χασίς, χασικληδες είναι, άς τό πιούν, άλλά μ ό ν ο ι τους. Δέν έχουν κανένα δικαίωμα να μολύνουν ολόκληρο λαό μέ τίς μουσικές τους τοξίνες. Τώρα βέβαια «τρων καί πίνουν καί την Αρτα φοβερίζουν. Θάρθει όμως ή μέρα πού χωρίς άλλο, όλοι αυτοί οί μαυραγορίτες της Μουσικής θά καθησουν στό σκαμνί. Ναί, αλλά ώς τότε; Τί θά κάνουμε; Θά τούς αφήνουμε, ανενόχλητους; Θ’ αφήσουμε νά μολύνουν τη χώρα του Απόλλωνα μέ τίς δυσωδίες πού ξεσηκώνουν άπ‘ τά χαμαιτυπία της Μέσης Ανατολής;

Δέν έχω τίποτα μ‘ αυτούς τούς λαούς, ούτε καί μέ τή μουσική τους. Μπορώ μάλιστα νά πω οτι μου αρέσει. Θά τήν άκουα ευχαρίστως αλλά υπό ένα όρο: ’Απ‘ τούς ραδιοσταθμούς της Βαγδάτης, του Καίρου ή τής Αγκυρας. Οχι όμως κι άπ’ τόν Εθνικό σταθμό τής Αθήνας καί μάλιστα καί νά μου τήν σερβίρουν καί γιά… ελληνική μου σική. Αυτό είναι κλοπή, απάτη, ασκήμια καί ντροπή. Καί δέν τήν ανέχομαι.

Ανάγκη σταυροφορίας

Γι’ αύτό πρέπει, χωρίς αναβολή, ν‘ αναληφθεί μια εκστρατεία. Είναι κατεπείγον. Ο αγώνας, φυσικά, θά είναι άνισος. Γιατί κείνοι τάχουν όλα στή διάθεσή τους, όλα. Καί τίς Εταιρίες καί τούς ραδιοσταθμούς καί — μαζί — τίς πλάτες ενός απόλυτα αντιπνευματικού κράτους. Εμείς τί έχουμε; Τίποτα. Μά πολλές φορές τό «τίποτα» είναι μιά καλή άρχή. Γιατί δέν υπάρχει πίσω κακό προηγούμενο.

Ολα είναι καθαρά. Μπορούμε ν‘ άρχίσουμε.^ Καί πρώτα – πρώτα πρέπει νά ξεκαθαρίσουμε εμείς οί ίδιοι τ ί δέν είναι ελληνικό καί να τό μεταδώσουμε καί στους άλλους. Κι‘ εδώ πρέπει νά πούμε μιά κι έξ αρχής, ότι ή συντριπτική πλειοψηφία τών δίσκων πού υπάρχουν στά σπίτια καί στους καφενέδες τής υπαίθρου είναι τούρκικοι ή ινδοπακιστανικοί, μουσικά προΐόντα δηλαδή απ‘ τήν επίσημη πηγή ξένων τόπων καί ξένων λαών καί μάλιστα παρμένα απ‘ τά καταγώγια αυτών τών τόπων.

Νά μή μάς παραπλανούν τά ελληνίκά τους λόγια. Είναι τό ύπουλο δόλωμα, ή παγίδα, ώσπου να τα προσέξουν οι Έλληνες που διαθέτουν στ‘ αυτοκίνητά τους μαγνητόφωνα. Τα τραγούδια που ακούνε είναι ξένα…(παραδείγματα: Τσιτσάνης, Βαμβακάρης, Ζαμπέτας, Παπαιωάννου, Μητσάκης, Καλδάρας κ.λπ.

Δεν αρνούμαι, ότι ανάμεσα και σ‘ αυτών την παραγωγή υπάρχουν και τραγούδια που δείχνουν μια κλίση στο αράπικο  ή στο τούρκικο , τα υπόλοιπα όμως είναι καθάρια ελληνικά. Μετά απ‘ αυτούς ακολουθεί η ασχήμια, η λαθροθηρία, ο „νταλγκάς“ και το „σαρκί“.  Άπό ένα και μόνο σπιτι που πέρασα, σταχυολόγησα τούτα εδώ τα ονόματα — όλα ξορκισμένα: Ναλμπάντης, Μανησαλη ς, Μεγαλούδης, Αγγελόπουλος, Ρεπάνης, Κολοκοτρωνης, Ατραΐδης κ.λπ. Κι´ άπό τούς 150 δίσκους πού είχαν μόνο έ ν α ς ήταν Ελληνικός! Αυτά, σ’ ένα μόνο σπίτι. Άλλά, που να βρείς άκρη; Αυτοί είναι χιλιάδες. Μήπως είναι δύσκολο πράγμα ή κλοπή καί μάλιστα σαν μενει ακαταδίωκτη.

Δυστυχώς, δεν υπάρχει συνταγή για νά ξεχωρίσει κανείς εύκολα τό γνήσιο άπό τό κλοπιμαίο. Πάντως υπαρχει κάποιο κοινό σημείο αναγνώρισης. Είναι το τουμπερλέκι κι‘ η σφαχτή δοξαριά.

Η αδιαφορία μας

Κάθε τραγούδι, πού αρχίζει μέ τουμπερλέκι ή ενα στεναγμό τού ακκορντεόν καί μιά σφαχτή δοξαριά είναι χωρίς συζήτηση τούρκικο — ή ό,τιδήποτε άλλο. Θάπρεπε φυσικά, από καιρό,, όλοι αυτοί νάχουν πεταχτεί στούς σκουπιδότοπους ή νά περιοριστούν στους κατάλληλους χώρους — τενεκέδες καί καταγώγια — αλλά ας όψονται οι αίτιοι. Κι‘ οι  αίτιοι είμαστε εμείς. Δηλαδή, ή αδιαφορία μας, ο ωχαδερφισμός μας και προπάντων, ή άγνοια μας.

Μάταια φωνάζουμε, σκιζόμαστε, διαμαρτυρόμαστε. Οι χείμαρροι της Ανατολής κατασκεπάζουν μέ τίς αταίρίαγχτες μελώδίες τους τόν ουρανό μας καί όλους τους ουρανούς όπου ζούν καί πάσχουν ξενητεμένοι Ελληνες. Δέν υπάρχει άλλη λύση. Πρέπει νά πεταχτούν απ‘ τό παράθυρο όλα αυτά τά προϊόντα. Δέν είναι ελληνικά. Είναι ξενόφερτα ακούσματα που μάς τά σεοβίρουν οι λαθρέμποροι τών ναρκωτικών, καί πού γιά νά μάς τά κάνουν ελκυστικά χρήσιμοπριούν τό ιερό, όνομα της μάνας, τής αγαπημένης, τής πατρίδας ή τής αδελφής.

Πρέπει νά κλείσουμε τ‘ αφτιά μας στά περισσότερα απ‘ αυτά.

Η μόνη αληθινή μουσική, μουσική Ελληνική μέ κεφαλαία κα ί αλ ηθινά Ελληνικά λαϊκά τραγούδια εδινε μόνο ένας, ένας καί μόνος Σταθμός. Ο Σταθμός τής Λευκωσίας σέ μιά ειδική εκπομπή γιά τούς ξένητεμένους της. Λέω «έδινε», γιατί τώρα πιά δέν δίνει, ή εισβολή, οί ξεσπιτωμοί, τά κακουργήματα τής έκοψαν τή φωνή, γιατί παρεμβάλλονται «φιλικά» τά φιλότουρκα έρτζιανά. Κρίμα. Γιατί ήταν ένα πραγματικό βάφτισμα, ένα αληθινό λουτρό στους ελληνικούς ήχους.

Από τότε, όλοι οί άπόδημοι Ελληνες έμειναν λεία ανυπεράσπιστη στά χέρια τών αλλαξοπιστημένων, πού οί μουσικές τους άναθυμιάσεις πνίγουν τήν αναπνοή μας.

Λυπούμαι. Καί ντρέπομαι. Ντρέπομαι μπρός στά μάτια τών ξένων. Ντρέπομαι, προπάντων, μπρός στά μάτια τών Τούρκων ή τών Πακιστανών καί τών Ινδιάνων.·

Σκέπτομαι με πόση περιφρόνηση μάς ακούν νά τραγουδάμε τά κλεμμένα τους τραγούδια.

Μά είναι ν’, απελπίζεται κανείς. Πώς ένας τέτοιος λαός, ένας λαός μέ τόσην εκτυφλωτική δόξα, μέ τέτοιο πολιτικό, ξέπεσε στην κατάντια νά δανείζεται η νά κλέβει τά προιόντα μιας ξένης καί κατώτερης μουσικής κουζίνας.

Ποιά παράδοση;

Τά βλέπει κανείς ολα αυτά κί άναρωτιέται: Μά εμείς είμαστε αυτός ό Λαός πού λάτρευε τόν Απόλλωνα, τή Μελπομένη, τήν Ούρανία, τήν Τερψιχόρη;

Ποιά, επιτέλους, ήταν ή χώρα πού έθρεψε τόν Ορφέα καί τόν Αρίωνα — πού οι μελωδίες τους ημέρευσν ώς καί τά κύματα; Μήπως πρόκειται γιά κάποια χώρα, πού τήν εξαφάνισαν οί σεισμοί καί τήν καταβρόχθισαν τά κύματα κι‘ οι καθιζήσεις;

Δέν είναι ή Ελλάδα; Καί δέν είναι πιά „Ελληνες αυτοί που την κατοικούσαν; Τότε — αλλοίμονο —  τότε θά χρειαστεί νά συμφωνήσουμε μέ τόν Φαλμεράϊερ, πού λέει ότι δέν είμαστε Ελληνες. Αλλά, μετά άπ‘ αυτόν τόν  μισέλληνα ιστορικό πέρασαν αιώνες καί κανείς δέν επιχείρησε νά συμφωνήσει. Κι‘ ερχόμαστε τώρα εμεις νά δώσουμε επιχειρήματα στον μισελληνισμό  του;

Ύστερα απ‘ όλα αυτά, δεν μένει παρά η εκστρατεία ε ξ ε λ λ η ν ι σ μ ο ύ του ελληνικού λαικού μας τρατραγουδιού. Και μακάρι η εκκίνηση ν‘ αρχίσει από σήμερα.

Μενέλαος Λουντέμης  29. Juni 2020
Rubrik: Kultur, Musik, Bühne, Sport

Schreibe einen Kommentar

Deine E-Mail-Adresse wird nicht veröffentlicht. Erforderliche Felder sind mit * markiert